διεγερτήριον

διεγερτήριον
διεγερτήριον, το (Μ) [διεγείρω]
διεγερτικό μέσο, αυτό που χρησιμεύει για διέγερση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”